Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

H ΠΟΙΝΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (Απρίλιος 2008)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣΕισαγγελέας Αρείου Πάγου ε.τ.
Ο άνθρωπος στην αρχή της πορείας του θεοποίησε τα στοιχεία και τα φαινόμενα της φύσης. Όταν όμως άρχι­σε να ανακαλύπτει τα μυστικά της θεο­ποίησε τον εαυτό του. Έφθασε μάλιστα στην αλαζονία να πιστέψει ότι θα υπο­τάξει τη φύση. Δεν την υπέταξε όμως την αρρώστησε. Με όργανο την τεχνο­λογική γνώση επέπεσε με τυφλή εχθρ­ότητα στο βιοσύστημα του πλανήτη μας. Κατέστρεψε τα οικοσυστήματά του και παραμόρφωσε τις συνθήκες ζωής στη βιόσφαιρα. Ενέδωσε στον πειρασμό της ληστρικής και αλόγιστης «εκμετάλλευ­σης» και «αξιοποίησης» της φύσης. Επέ­δειξε «ύβριν» προς την κτίση του Θεού και τον δικό του «οίκο», τον περιβάλλο­ντα χώρο. Η «ύβρις» όμως φέρει τη Νέμε­ση. Και έφερε τις νέες πληγές του Φαραώ: την αποψίλωση των δασών, τις πλημ­μύρες, τους καύσωνες, τις ξηρασίες, τις κατολισθήσεις εδαφών και τη μόλυνση του εδάφους, των υδάτων και των αέρων.
Η φύση έχασε την ευκρασία των αέρων της που έφερνε την ευφορία στην ψυχή και στο πνεύμα του ανθρώπου και στους καρπούς της γης. Ο άνθρωπος στη μεγέ­θυνση της παραγωγής θυσίασε την ποι­ότητα της ζωής του. Λεηλάτησε τη φύση και εκείνη τον εκδικείται. Ανταποδίδει τα όμοια και ίσα. Η κακοποίηση του περιβά­λλοντος, για μας τους ΄Ελληνες, έχει ιδιαί­τερη απαξία, διότι το φυσικό κάλλος της χώρας μας συναγωνίζεται τα επιτεύγμα­τα του πνεύματος. Το φυσικό περιβάλλον είναι αναπόσπαστο τμήμα της ιστορίας και του πολιτισμού μας. Φυσικό και πολι­τιστικό περιβάλλον συναιρούνται αρμο­νικά σε μια ενότητα, το Ελληνικό Κάλ­λος. Ευτυχώς όμως, όχι πολύ αργά, ήλθε η ώρα της εξέγερσης των συνειδήσεων, η οποία οδήγησε και στη λήψη μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος. Ο συνταγματικός νομοθέτης, με το άρθρο 24 του Συντάγματος, ανήγαγε ρητώς σε βασική υποχρέωση του Κράτους την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και για τη διαφύλαξή του επιβάλλει τη λήψη ιδιαίτερων προληπτι­κών ή κατασταλτικών μέτρων.
Η Πολιτεία, ανταποκρινόμενη στην υποχρέωση της αυτή, έχει ενσωματώσει στην εσωτερι­κή έννομη τάξη της πλήθος διεθνών συμ­βάσεων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος. Αλλά άργησε να λάβει ιδιαίτερα ποινικά μέτρα κατά των προσβολών του περι­βάλλοντος. Οι εγκατασπαρμένες στον Π.Κ. διατάξεις που αφορούν τον εμπρησμό δασών (άρθρ. 265), την πρόκληση πλημμύρας (άρθρ. 268), τη δηλητηρίαση πηγών και νομής ζώων (άρθρ. 279 και 282), τη μετάδοση ασθε­νειών ζώων και φυτών (άρθρ. 283,284 και 285), τη ρύπανση χώρων και οικοδομη­μάτων (άρθρ. 428), εμμέσως προστατεύ­ουν ορισμένα μόνο στοιχεία του περιβάλ­λοντος.
Συστηματική, και ειδική για το θα­λάσσιο περιβάλλον, ποινική προστασία εισήγαγε ο ν. 743/1977 «περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμί­σεις συναφών θεμάτων». Κατά τη διάτα­ξη του άρθρου 13 του νόμου αυτού τιμω­ρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών οι από πρόθεση προκαλούντες σοβαρή ρύπανση, εάν δε από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος ζημίας ή βλάβης σε πρόσωπα ή πράγματα τιμω­ρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Οι από αμέλεια γενόμενοι υπαίτι­οι των ως άνω πράξεων τιμωρούνται με φυλάκιση. Ο ίδιος νόμος, στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. ιδ΄ ορίζει ότι ως «ρύπανση» νοείται η παρουσία στη θάλασσα κάθε ουσίας, η οποία αλλοιώνει τη φυσική κατάσταση του θαλάσσιου ύδατος ή καθιστά τούτο επιβλαβές στην υγεία του ανθρώπου ή την πανίδα και χλωρίδα των βυθών και εν γένει ακατάλληλο για τις προβλεπόμενες, κατά περίπτωση, χρήσεις αυτού». Είναι φανερό ότι δεν τιμωρείται κάθε ρύπανση αλλά μόνον η «σοβαρά». Πότε η ρύπανση είναι «σοβαρά» κρίνει το δικαστήριο.
Η νομολογία του Αρείου Πάγου έχει κρίνει ότι συνιστά «σοβαρά» ρύπανση: η θόλωση του θαλάσσιου ύδατος και η ανάπτυξη παθογόνων μικροοργανισμών με συνακόλουθη μείωση της ποσότητας του οξυγόνου που είχαν ως αποτέλεσμα να προκληθεί ζημία στα φύκια και οστρα­κοειδή (Α.Π. 733/84), η απόρριψη πετρε­λαιοειδών και απορριμμάτων κατά τον καθαρισμό του πλοίου (Α.Π. 813/80), η απόρριψη αποβλήτων χαρτοβιομηχανίας εκ χρωστικών και χημικών ουσιών (Α.Π. 1493/83) και η απόρριψη λυμάτων ξενο­δοχείου χωρίς προηγούμενη επεξεργ­ασία (Α.Π. 1371/83). Βασική μορφή του εγκλήματος είναι η πρόκληση σοβαρής ρύπανσης, επιβαρυντικές δε περιστάσεις, μεταβάλλουσες επί το αυστηρότερο τα πλαίσια της δικαστικής επιμέτρησης της ποινής, είναι ο από τη ρύπανση κίνδυνος ζημίας ή βλάβης σε πρόσωπα ή πράγμα­τα.
Για τους από αμέλεια γενόμενους υπαίτιους ρύπανσης του θαλάσσιου περι­βάλλοντος προβλέπεται ποινή ηπιότερη (φυλάκιση από 10 ημέρες έως πέντε έτη). Ιδιαίτερα πρέπει να επισημανθεί ότι ο νόμος για τους από αμέλεια γενόμενους υπαίτιους σοβαρής ρύπανσης προβλέπει και δυνητική δικαστική άφεση της ποι­νής, δηλαδή επιτρέπει στο δικαστήριο να μη καταγνώσει σ' αυτούς καμία ποι­νή, εάν, «οικεία βουλήσει», εξουδετερώ­σουν τη ρύπανση και αποτρέψουν κάθε δυναμένη να επέλθει βλάβη ή ζημία ή με τη γρήγορη αναγγελία προς την αρχή συντελέσουν στην εξουδετέρωση της ρύπανσης. Όμοια ρύθμιση περιέχει και ο Π.Κ. (άρθρ. 267) για τον από αμέλεια υπαίτιο εμπρησμού. Τέλος, ο νόμος, για να διευκολύνει την ανακάλυψη των υπαι­τίων ρύπανσης, προέβλεψε ότι πρόσωπα τα οποία συμπράττουν και οπωσδήποτε υποβοηθούν στην ανακάλυψη των υπαι­τίων δικαιούνται αμοιβής.
Συστηματικότερη και ευρύτε­ρη ποινική προστασία του περι­βάλλοντος -και όχι μόνον του θαλάσσιου- εισήγαγε ο ν. 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 28 του νόμου αυτού, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή όποιος από πρόθεση ή αμέλεια: α) προκαλεί ρύπανση ή υποβαθ­μίζει το περιβάλλον με πράξη ή παράλει­ψη που αντιβαίνει στις διατάξεις του νό­μου αυτού ή των κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδομένων διαταγμάτων και υπουργικών ή νομαρχιακών αποφάσεων, β) ασκεί δραστηριότητα ή επιχείρηση χωρίς την απαιτούμενη, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού ή των κατ’ εξουσιοδότηση του εκδιδομένων διαταγμάτων και υπουργικών ή νομαρχιακών αποφάσεων, άδεια ή έγκριση, ή υπερβαίνει τα όρια της άδειας ή έγκρισης που του έχει χο­ρηγηθεί και υποβαθμίζει το περιβάλλον. Και των δύο νομοτυπικών μορφών του εγκλήματος προβλέπεται ως ουσιαστι­κό στοιχείο, όχι μόνο πράξη ή παράλει­ψη που αντιβαίνει στο νόμο ή η άσκηση δραστηριότητας ή επιχείρησης, χωρίς την απαιτούμενη άδεια ή έγκριση, αλλά και η επέλευση ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος.
Ο ίδιος ο νόμος (άρθρο 2) ορίζει ότι ως περιβάλλον μεν νοείται το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκο­νται σε αλληλοεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες, ως ρύπανση δε (νο­είται) η παρουσία στο περιβάλλον ρύπων, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων μορφών ενέργειας, σε ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια που μπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του αν­θρώπου, στους ζωντανούς οργανισμούς και στα οικοσυστήματα ή υλικές ζημίες και γενικά να καταστήσουν το περιβάλ­λον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρή­σεις του.
Τέλος, ως υποβάθμιση του περι­βάλλοντος ορίζεται η πρόκληση ρύπαν­σης ή οποιασδήποτε άλλης μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία όμως είναι πι­θανόν να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων, στην ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και στις αισθητικές αξίες. Ειδικά, όσον αφο­ρά την από πρόθεση πρόκληση ρύπαν­σης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος, προβλέπεται και ότι αν από το είδος ή την ποσότητα των ρύπων ή από την έκτα­ση και τη σημασία της υποβάθμισης του περιβάλλοντος δημιουργήθηκε κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή, αν δε επήλθε ο θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη του ανθρώπου, επιβάλλεται φυλάκιση του­λάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή.
Σημαντική είναι η ρύθμιση που εισά­γει ο νόμος εν σχέσει με την παράσταση πολιτικής αγωγής. Διευρύνει τον κύκλο των προσώπων που νομιμοποιούνται να παραστούν στο δικαστήριο και υπο­στηρίζουν την κατηγορία. Ειδικότερα, ορίζει ότι ως πολιτικώς ενάγων μπορεί να παρίσταται και το Δημόσιο, οι Ο.Τ.Α., στην περιφέρεια των οποίων τελέσθηκε η προσβολή του περιβάλλοντος, και το Τ.Ε.Ε., ανεξάρτητα αν έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία. Αίτημά τους μπορεί να είναι η αποκατάσταση των πραγμά­των, στο μέτρο που είναι δυνατή. Η παράσταση των φορέων αυτών δεν αποκλείει την παράσταση του ιδιώτη, ο οποίος έχει ζημιωθεί αμέσως από την αξιόποινη προ­σβολή του περιβάλλοντος.

Ειδικά προβλήματα:

α. Έχει ανακύψει το ζήτημα: ποίο είναι το έννομο αγαθό που άμεσα προστατεύε­ται με την ποινικοποίηση των προσβολών του περιβάλλοντος. Το περιβάλλον καθ' εαυτό ή τα έννομα αγαθά της ζωής και της υγείας του ανθρώπου; Κατά την αν­θρωποκεντρική αντίληψη το περιβάλλον προστατεύεται ως χώρος - φυσική προ­ϋπόθεση συντηρήσεως των ατομικών εννόμων αγαθών της ζωής και της υγεί­ας του ανθρώπου. Κατά την αντίληψη αυτή δεν επιδιώκεται η προστασία του περιβάλλοντος καθ' εαυτό, ως αυταξίας, αλλά η εξασφάλιση των όρων της ζωής, της υγείας και της ευχάριστης διαμονής του ανθρώπου. Κατά την οικολογική θε­ώρηση των πραγμάτων, οι ποινικές δια­τάξεις για την προστασία του περιβάλ­λοντος αποσκοπούν στην προστασία ενός υπερατομικού/κοινωνικού εννόμου αγαθού ως αυταξίας. Το περιβάλλον προ­στατεύεται ως αυτοτελές έννομο αγαθό, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη βλάβη της ζωής και της υγείας των ανθρώπων. Οι νόμοι 743/1977 και 1650/1986 προ­στατεύουν το περιβάλλον ως αυτοτελές έννομο αγαθό, αφού τιμωρούν τη ρύπαν­ση και υποβάθμισή του, ανεξαρτήτως της προκλήσεως ή μη βλάβης ή κινδύνου βλάβης στη ζωή και στην υγεία του αν­θρώπου, η βλάβη ή η διακινδύνευση των οποίων απλώς τιμωρείται αυστηρότερα.
Η αποδοχή της μιας ή της άλλης αντιλήψεως έχει σημασία για την ερμη­νεία των ως άνω διατάξεων και την εκτί­μηση της απαξίας των προσβολών του περιβάλλοντος, ιδία όταν από αυτές δεν προκλήθηκε βλάβη ή κίνδυνος βλάβης στη ζωή και την υγεία των ανθρώπων.
β. Την ποινική προστασία του περι­βάλλοντος, ιδίως όπως έχει καταστρωθεί στο άρθρο 28 του ν. 1650/1986, χαρα­κτηρίζει κάποια αοριστία ως προς την περιγραφή της νομοτυπικής μορφής των προσβολών του, αφού για την περιγραφή της πράξης ή παράλειψης, της δραστη­ριότητας ή επιχείρησης που προκαλούν ρύπανση ή υποβαθμίζουν το περιβάλλον, γίνεται παραπομπή σε κανονιστικές ρυθμίσεις που εκδίδονται από τη Διοίκηση κατ' εξουσιοδότηση του νόμου αυτού, έτσι ώστε το άρθρο 28 να καταντά, όσον αφορά την περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς, «νόμος εν λευκώ». Η ρύθ­μιση αυτή, που έχει επιβληθεί από την ανάγκη της διαρκούς προσαρμογής της ποινικής προστασίας στη δυναμική της εξέλιξης της τεχνολογίας, η οποία δημι­ουργεί νέους κινδύνους και νέες μορφές προσβολής του περιβάλλοντος, είναι αμ­φιβόλου συμβατότητας προς το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγματος που επιβάλλει και την ακρι­βή και σαφή περιγραφή της ανθρώπινης συμπεριφοράς για την οποία απειλείται ποινή.
γ. Το περιβάλλον συντίθεται από επί μέρους στοιχεία, πολλά από τα οποία διακρίνονται για την κινητικότητά τους (όπως ο αέρας και τα νερά ποταμών και θαλασσών). Τα στοιχεία αυτά μεταφέ­ρουν τη ρύπανση ή μόλυνση από κράτος σε κράτος, έτσι ώστε η ποιότητα του πε­ριβάλλοντος μιας χώρας να επηρεάζεται από τη ρύπανση ή μόλυνση που εξάγουν οι γειτονικές χώρες. Η κατάσταση αυτή επιβάλλει τη συνεργασία των εμπλεκομέ­νων κρατών. Προς την κατεύθυνση αυτή έχουν υπογραφεί πολλές διεθνείς συμβά­σεις που αφορούν ιδίως την προστασία της Μεσογείου θαλάσσης. Η διεθνής όμως συνεννόηση και συνεργασία δεν έχει καταλήξει στη λήψη και συγκεκρι­μένων κατασταλτικών ποινικών μέτρων. Η ελληνική πολιτεία θα μπορούσε (και θα έπρεπε) τις κατά του περιβάλλοντος αξιόποινες προσβολές να έχει εντάξει στα καλούμενα εγκλήματα της παγκοσμίου δι­καιοσύνης του άρθρου 8 του Π.Κ., για τα οποία οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμό­ζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τους νόμους του τόπου τέλεσης ή της τέλεσης αυτών σε πολιτειακώς ασύντακτη χώρα ή στα διεθνή ύδατα ή το διεθνή εναέριο χώρο.
δ. Για την αποτελεσματική ποινική προστασία του περιβάλλοντος χρειάζε­ται οι διωκτικές υπηρεσίες και τα ποινικά δικαστήρια να έχουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία για να κατανοήσουν τις μορφές προσβολής και προ παντός να αξιολογή­σουν την επιβλαβή επίδραση αυτών στο περιβάλλον. Και αν δεν πρέπει ή δεν μπο­ρούμε ακόμη να έχουμε ειδικές διωκτικές αρχές και ειδικά δικαστήρια, μπορούμε να θέσουμε στη διάθεση των εισαγγελικών αρχών και των δικαστηρίων τις υπηρεσίες επιστημόνων με ειδικές γνώσεις και εμπει­ρία σε οικολογικά ζητήματα. Οι Εισαγγελί­ες Πρωτοδικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης έχουν συστήσει ειδικά γραφεία δίωξης και εποπτείας εφαρμογής της νομοθεσίας περί προστασίας του περιβάλλοντος, των γραφείων δε αυτών προΐστανται εισαγ­γελικοί λειτουργοί με έντονη οικολογική ευαισθησία και συνείδηση, οι οποίοι, κατά περίπτωση, προσφεύγουν στις γνώσεις και την εμπειρία ειδικών επιστημόνων.
Η δόμηση ενός συστήματος ποινικής προστασίας του περιβάλλοντος υποβοηθεί μεν τη λύση αλλά δεν λύνει το πρόβλημα. Χρειάζεται η ευαισθησία και η πνοή του ανθρώπου, η οποία θα ενεργοποιήσει το σύστημα. Η αποτελεσματική ενεργοποί­ηση του ποινικού και κάθε άλλου συστή­ματος προστασίας του περιβάλλοντος προϋποθέτει έντονη και γρηγορούσα περιβαλλοντική συνείδηση και υψηλό αί­σθημα ηθικής ευθύνης και αλληλεγγύης προς τις μέλλουσες γενεές των οποίων τη μοίρα θυσιάζουμε στη δική μας απληστία. Το πρόβλημα της προστασίας του περι­βάλλοντος καταντά να είναι πρόβλημα παιδείας, καλλιέργειας και πνευματικού επιπέδου του λαού.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό «ΗΛΙΑΙΑ» στο τεύχος Απριλίου 2008, σ. 23-24 και 45.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου